ἐπίκλητοι

ἐπίκλητοι
ἐπίκλητος
called upon
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επίκλητος — η, ο (Α ἐπίκλητος, ον) [επικαλώ] νεοελλ. αυτός που τόν επικαλέστηκε κάποιος για βοήθεια αρχ. 1. αυτός που προσκλήθηκε, που συγκλήθηκε για κάποιο σκοπό 2. βοηθός στον πόλεμο, καλεσμένος για βοήθεια, σύμμαχος («ἐπίκλητοί σφι ἐόντες εἵποντο», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”